- διηγεῖσθαι
- διηγέομαιset out in detailpres inf mp (attic epic)διηγέομαιset out in detailpres inf mid (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повѣданиѥ — ПОВѢДАНИ|Ѥ (12), ˫А с. Повествование: и невъмѣстимо же слѹхомь… и тако сѹще повѣданиѥ. чьстьномѹ бо ѡц҃ю въ манастыри съ ѹченикы ˫ако же рекохомъ пребывающе. (ἡ διήγησις) ЖФСт к. XII, 101 об.; рачите(л) х(с)мь обручаетсѧ. и похоти ѹбо пламе(н)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek